Μέσα στο πυκνό δάσος ζούσε μια λιονταρίνα με τον σκύμνο της (το λιονταράκι της). Πείνασαν όμως και η λιονταρίνα με το μικρό της βγήκαν σε αναζήτηση τροφής. Κάποιοι κυνηγοί είχαν στήσει περίτεχνα μια παγίδα στην οποία έπεσε η άμοιρη λιονταρίνα. Μάταια προσπάθησε το λιονταράκι να βοηθήσει τη μάνα του. Κουρασμένο αποκοιμήθηκε πίσω από έναν θάμνο. Σαν ξύπνησε και πήγε ξανά πίσω στην παγίδα, η μάνα του δεν ήταν εκεί. Την ώρα που ήταν βυθισμένο στον ύπνο, είχαν έρθει οι κυνηγοί και την πήραν.
Λυπημένο δύο μέρες περιπλανήθηκε πεινασμένο, μέχρι που τα ποδάρια του έτρεμαν. Είχε απομακρυνθεί πολύ από το δάσος και είχε φτάσει σ’ ένα λιβάδι. Εκεί το βρήκε ένας βοσκός που βοσκούσε τα πρόβατά του. Το πήρε στην αγκαλιά του και το έφερε στη στάνη του. Άρμεξε μια προβατίνα και του έδωσε να πιεί το γάλα. Στυλώθηκαν τα πόδια του και το στομάχι έπαψε να του πονάει. Το λιονταράκι έμεινε με τα πρόβατα και μεγάλωσε ανάμεσά τους. Φίλοι του στα παιγνίδια έγιναν τα αρνιά. Μαζί τους πήγαινε στο λιβάδι, μαζί και στη στάνη. Ξέχασε πως η μάνα του τρεφόταν με σάρκες από το κυνήγι άλλων ζώων και έτρωγε κι αυτό χορτάρι όπως τα πρόβατα. Μεγαλωμένο με τα πρόβατα, θαρρούσε πως κι αυτό ήταν πρόβατο.
Κάποιο βράδυ, που η στάνη ήταν φεγγαρολουσμένη κι οι πέτρες της άσταφταν στο ασημένιο φως του ολόγιομου φεγγαριού, άκουσε από μακριά μια παράξενη φωνή, που δεν έμοιαζε με βέλασμα. Ήταν ο βρυχηθμός κάποιου λιονταριού από το δάσος. Κάτι σκίρτησε μέσα του, η χαίτη του ορθώθηκε. Ήταν το πρώτο ξύπνημα της λιονταρίσιας φύσης του. Πέρασαν μέρες από αυτή την παράξενη βραδιά.
Μια νύχτα του χειμώνα, που ήρθε στο μεταξύ, λύκοι επιτέθηκαν στη στάνη. Τα πρόβατα άρχισαν να βελάζουν φοβισμένα. Πήγε και το λιοντάρι να βελάσει. Μα από μέσα του δε βγήκε φοβισμένο βέλασμα, βγήκε ένας φοβερός βρυχηθμός. Με το που τον άκουσαν οι λύκοι πάγωσαν από τον φόβο. Αμέσως έκαναν μεταβολή, ξέχασαν την πείνα τους, και το ‘βαλαν στα πόδια. Το λιοντάρι αισθάνθηκε πολύ παράξενα. Απόρησε με την κραυγή που βγήκε από μέσα του. Αυτό δεν ήταν απελπισμένο βέλασμα. Ήταν πολεμική κραυγή!
Την άλλη μέρα σκεφτικό πήγε μέχρι το κοντινό ποτάμι. Έσκυψε σε μια νερολακκούβα να πιει λίγο νερό και σαν είδε την εικόνα του, που καθρεφτιζόταν στο νερό, σάστισε. Αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα πρόβατα! Κατάλαβε, λοιπόν, ότι δεν είχε θέση στη στάνη. Μέσα του ξύπνησε η καταγωγή του και κάποιο πρωινό πήρε το δρόμο της επιστροφής στο δάσος…