Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας ράφτης φτωχός και λίγο περίεργος που προκαλούσε έκπληξη στους ανθρώπους με τη συμπεριφορά του. Αλλά αυτό που τους παραξένευε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που δούλευε. Ανάμεσα σε δύο βελονιές άφηνε το μαγαζάκι του, πήγαινε στο τζαμί και ανέβαινε στο μιναρέ να κοιτάξει προσεκτικά στον ουρανό σαν κάτι να ’ψαχνε. Ύστερα κατέβαινε, γύριζε πίσω στο μαγαζάκι του να περάσει άλλη μια βελονιά και ξαναπήγαινε στο μιναρέ. Αυτό γινόταν όλη μέρα.
Γιατί άραγε; Ποια είναι η ιστορία του;
Λένε λοιπόν πως πολύ παλιά ο φτωχός ραφτάκος ζούσε μόνος του χωρίς γυναίκα και χωρίς παιδιά. Περνούσε τις μέρες του καθιστός να ράβει κελεμπίες και καφτάνια. Όταν κουραζόταν έπεφτε να κοιμηθεί για να ξυπνήσει με την αυγή, να καλέσει τους ανθρώπους για προσευχή, και ζητούσε απ’ τον Αλλάχ να του δώσει μια σύζυγο κι ένα ευτυχισμένο σπίτι.
Μια μέρα λοιπόν κι ενώ ο ράφτης δεν είχε ακόμη τελειώσει το κάλεσμα στην προσευχή, ένας μεγάλος αετός χαμήλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια ψηλά και πέταξαν μαζί.
Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε κι ακούμπησε το φτωχό ραφτάκο στην άκρη μιας μακρινής πόλης.
Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Κανένας φτωχός και κανένας ζητιάνος δεν γύριζαν στους δρόμους της. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν φωτεινά και τα ρούχα τους καθαρά με ζωηρά χρώματα. Ακόμα και στην καρδιά του «σουκ», της αγοράς, δεν άκουγες φασαρία ούτε έβλεπες τσακωμό. Οι άνθρωποι αγόραζαν και πουλούσαν ειρηνικά επαναλαμβάνοντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν μία ή περισσότερες φορές, έπαιρναν αυτό που ήθελαν κι έφευγαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.
Η έκπληξη του έγινε μεγαλύτερη στην παράξενη πόλη όταν στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι ενός ράφτη και είδε τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο να φτιάχνει τις κελεμπίες και τα καφτάνια του. Χαιρετάει και λέει στο αφεντικό του μαγαζιού: «Κι εγώ ράφτης είμαι όπως κι εσύ. Ήρθα στην πόλη σας από χώρα μακρινή. Μήπως έχεις δουλειά για μένα; Γιατί θέλω πολύ να ζήσω σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη».
Και το αφεντικό τού απαντάει: «Κάθισε και βοήθα με. Η πληρωμή σου θα είναι πενήντα ασαλάτου-αλαζάιν κάθε βδομάδα».
Έτσι έμαθε ο ράφτης μας από τον ιδιοκτήτη του ραφτάδικου πως οι άνθρωποι της πόλης Ασαλάτου Αλαζάιν δεν γνωρίζουν τα χρήματα. Πουλάνε, αγοράζουν και δουλεύουν μόνο με τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθισε λοιπόν και δούλεψε στο ραφτάδικο και έμεινε έκπληκτος όταν το αφεντικό του άρχισε να του διηγείται τις συνήθειες της περίεργης αυτής πόλης. Όλα τα πράγματα εδώ γίνονται με το ασαλάτου-αλαζάιν, μέχρι και οι γάμοι. Κάθε Πέμπτη βγαίνουν τα κορίτσια της πόλης βόλτα στην παραλία. Κουβαλάνε όλες τους μια στάμνα με νερό και αν κάποιος θέλει να πάρει μια απ’ αυτές για γυναίκα του, δεν έχει παρά να της ζητήσει να πιει νερό από τη στάμνα της, προφέροντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Αν εκείνη συμφωνήσει, τότε γίνεται γυναίκα του.
Περίμενε ο ράφτης ως την Πέμπτη και κατά το απόγευμα πάει στην παραλία. Μια από τις όμορφες κοπέλες συμφωνεί να τον ξεδιψάσει απ’ τη στάμνα της, γίνεται γυναίκα του και αρχίζει τη ζωή της μαζί του στο όμορφο σπίτι που αγόρασαν οι δυο τους πληρώνοντας μερικά ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν τελείωνε την δουλειά του αγόραζε με τα ασαλάτου αλαζάιν ό,τι επιθυμούσε από την αγορά και βιαζόταν να γυρίσει στη γυναίκα του και στο ευτυχισμένο του σπίτι.
Μια μέρα όμως πηγαίνοντας ο ράφτης στην αγορά βλέπει ένα τεράστιο ψάρι. Δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ψάρι όμοιο μ’ αυτό. Θέλοντας πολύ να το αποκτήσει λέει στον εαυτό του: «Μ’ αυτό το ψάρι θα φάμε μέχρι να σκάσουμε! Πόσο νόστιμο φαίνεται να είναι το κάτασπρο κρέας του! Η γυναίκα μου θα μου το μαγειρέψει με χίλιους τρόπους!»
Μπαίνει ο ράφτης στο σπίτι του κουβαλώντας το τεράστιο ψάρι του. Τρομάζει η γυναίκα του που τον βλέπει και του λέει: «Τι είναι αυτό που κουβαλάς στα χέρια σου; Σε τύφλωσε η απληστία! Το ψάρι αυτό είναι για να χορτάσουν δέκα άνθρωποι ενώ εμείς είμαστε μόνο δύο! Πήρες απ’ την αγορά πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόσουν. Από δω κι εμπρός δεν έχεις πια δικαίωμα να ζεις στην πόλη του Ασαλάτου αλαζάιν».
Ήρθε ο αετός, πήρε το ράφτη στα φτερά του και πέταξαν μακριά. Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Ύστερα τον εναπόθεσε μπροστά στο παλιό του μαγαζάκι κι ο φτωχός ράφτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αναπολώντας τις όμορφες μέρες που έζησε στην πόλη του Ασαλάτου Αλαζάιν. Γύρισε πίσω στα καφτάνια και στις κελεμπίες του, μόνο που ανάμεσα σε δύο βελονιές, ανέβαινε στο μιναρέ και κοίταζε προσεχτικά τον ουρανό με την ελπίδα μήπως ξαναγυρίσει ο αετός και ξαναπετάξουν μαζί για άλλη μια φορά στη χώρα του Ασαλάτου-αλαζάιν…
Αλλά ο αετός δε γύρισε ποτέ!
Πηγή