13 Φεβρουαρίου 2018

Χαμόγελο: Kι όμως, το ψεύτικο από το αληθινό διαφέρει…


Ένα αληθινό χαμόγελο μπορεί να σας βοηθήσει να δημιουργήσετε μία νέα φιλική ή συναισθηματική σχέση, σύμφωνα με μία νέα έρευνα. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές δηλώνουν πως αυτό συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι μοιάζουν να ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα σε θετικά συναισθήματα όταν διαμορφώνουν νέους προσωπικούς δεσμούς παρά σε αρνητισμό, όπως τη θλίψη, το θυμό ή την περιφρόνηση.
Παρ’ όλα αυτά, ένα ψεύτικο χαμόγελο δε θα βοηθήσει, μια που οι άνθρωποι μπορούν πολύ εύκολα να το ξεχωρίσουν από ένα ειλικρινές.
Σ’ ένα πείραμα, οι ερευνητές διεπίστωσαν σε ζευγάρια πως ο ένας μπορούσε να εντοπίσει επακριβώς τα θετικά συναισθήματα του συντρόφου του. Σε ένα δεύτερο πείραμα παρατήρησαν πως οι συμμετέχοντες έμοιαζαν να έρχονται πιο κοντά σε ξένους που έβγαζαν θετικά συναισθήματα και σχεδόν ενστικτωδώς έλκονταν από αυτά.
Οι ερευνητές επίσης ανακάλυψαν πως τα άτομα που εξωτερίκευαν θετικά συναισθήματα με το λεγόμενο «χαμόγελο» Duchenne. Πρόκειται για το τέντωμα των μυών στις άκρες του στόματος που δημιουργείται όταν χαμογελάμε έντονα, όταν δηλαδή χαμογελάμε όταν είμαστε ειλικρινείς και χαρούμενοι. Κάποιοι εκλαμβάνουν αυτόν τον τύπο χαμόγελου ως αληθινό και βοηθά με την κοινωνική επαφή. Οι άνθρωποι μοιάζουν να έχουν καλή «γνώση» αυτού του χαμόγελου και μπορούν έτσι να «διαβάσουν» ένα ψεύτικο χαμόγελο, σύμφωνα με την επικεφαλής των ερευνών, Belinda Campos του Πανεπιστημίου της California.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Motivation and Emotion.
«Τα ευρήματά μας παρέχουν νέα στοιχεία της σημασίας των θετικών συναισθημάτων στις κοινωνικές επαφές κι επισημαίνουν το ρόλο του που αυτά παίζουν στην ανάπτυξη νέων κοινωνικών συνδέσεων. Οι άνθρωποι είναι προσαρμοσμένοι στα θετικά συναισθήματα των άλλων και μπορούν να αντιδράσουν περισσότερο σε αυτά παρά στα αρνητικά συναισθήματα», δήλωσε η Campos σε μέσο ενημέρωσης.

14 Νοεμβρίου 2017

Η κρυμμένη ευτυχία


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας ράφτης φτωχός και λίγο περίεργος που προκαλούσε έκπληξη στους ανθρώπους με τη συμπεριφορά του. Αλλά αυτό που τους παραξένευε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που δούλευε. Ανάμεσα σε δύο βελονιές άφηνε το μαγαζάκι του, πήγαινε στο τζαμί και ανέβαινε στο μιναρέ να κοιτάξει προσεκτικά στον ουρανό σαν κάτι να ’ψαχνε. Ύστερα κατέβαινε, γύριζε πίσω στο μαγαζάκι του να περάσει άλλη μια βελονιά και ξαναπήγαινε στο μιναρέ. Αυτό γινόταν όλη μέρα.
Γιατί άραγε; Ποια είναι η ιστορία του;
Λένε λοιπόν πως πολύ παλιά ο φτωχός ραφτάκος ζούσε μόνος του χωρίς γυναίκα και χωρίς παιδιά. Περνούσε τις μέρες του καθιστός να ράβει κελεμπίες και καφτάνια. Όταν κουραζόταν έπεφτε να κοιμηθεί για να ξυπνήσει με την αυγή, να καλέσει τους ανθρώπους για προσευχή, και ζητούσε απ’ τον Αλλάχ να του δώσει μια σύζυγο κι ένα ευτυχισμένο σπίτι.
Μια μέρα λοιπόν κι ενώ ο ράφτης δεν είχε ακόμη τελειώσει το κάλεσμα στην προσευχή, ένας μεγάλος αετός χαμήλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια ψηλά και πέταξαν μαζί.
Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε κι ακούμπησε το φτωχό ραφτάκο στην άκρη μιας μακρινής πόλης.
Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Κανένας φτωχός και κανένας ζητιάνος δεν γύριζαν στους δρόμους της. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν φωτεινά και τα ρούχα τους καθαρά με ζωηρά χρώματα. Ακόμα και στην καρδιά του «σουκ», της αγοράς, δεν άκουγες φασαρία ούτε έβλεπες τσακωμό. Οι άνθρωποι αγόραζαν και πουλούσαν ειρηνικά επαναλαμβάνοντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν μία ή περισσότερες φορές, έπαιρναν αυτό που ήθελαν κι έφευγαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.
Η έκπληξη του έγινε μεγαλύτερη στην παράξενη πόλη όταν στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι ενός ράφτη και είδε τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο να φτιάχνει τις κελεμπίες και τα καφτάνια του. Χαιρετάει και λέει στο αφεντικό του μαγαζιού: «Κι εγώ ράφτης είμαι όπως κι εσύ. Ήρθα στην πόλη σας από χώρα μακρινή. Μήπως έχεις δουλειά για μένα; Γιατί θέλω πολύ να ζήσω σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη».
Και το αφεντικό τού απαντάει: «Κάθισε και βοήθα με. Η πληρωμή σου θα είναι πενήντα ασαλάτου-αλαζάιν κάθε βδομάδα».
Έτσι έμαθε ο ράφτης μας από τον ιδιοκτήτη του ραφτάδικου πως οι άνθρωποι της πόλης Ασαλάτου Αλαζάιν δεν γνωρίζουν τα χρήματα. Πουλάνε, αγοράζουν και δουλεύουν μόνο με τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθισε λοιπόν και δούλεψε στο ραφτάδικο και έμεινε έκπληκτος όταν το αφεντικό του άρχισε να του διηγείται τις συνήθειες της περίεργης αυτής πόλης. Όλα τα πράγματα εδώ γίνονται με το ασαλάτου-αλαζάιν, μέχρι και οι γάμοι. Κάθε Πέμπτη βγαίνουν τα κορίτσια της πόλης βόλτα στην παραλία. Κουβαλάνε όλες τους μια στάμνα με νερό και αν κάποιος θέλει να πάρει μια απ’ αυτές για γυναίκα του, δεν έχει παρά να της ζητήσει να πιει νερό από τη στάμνα της, προφέροντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Αν εκείνη συμφωνήσει, τότε γίνεται γυναίκα του.
Περίμενε ο ράφτης ως την Πέμπτη και κατά το απόγευμα πάει στην παραλία. Μια από τις όμορφες κοπέλες συμφωνεί να τον ξεδιψάσει απ’ τη στάμνα της, γίνεται γυναίκα του και αρχίζει τη ζωή της μαζί του στο όμορφο σπίτι που αγόρασαν οι δυο τους πληρώνοντας μερικά ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν τελείωνε την δουλειά του αγόραζε με τα ασαλάτου αλαζάιν ό,τι επιθυμούσε από την αγορά και βιαζόταν να γυρίσει στη γυναίκα του και στο ευτυχισμένο του σπίτι.
Μια μέρα όμως πηγαίνοντας ο ράφτης στην αγορά βλέπει ένα τεράστιο ψάρι. Δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ψάρι όμοιο μ’ αυτό. Θέλοντας πολύ να το αποκτήσει λέει στον εαυτό του: «Μ’ αυτό το ψάρι θα φάμε μέχρι να σκάσουμε! Πόσο νόστιμο φαίνεται να είναι το κάτασπρο κρέας του! Η γυναίκα μου θα μου το μαγειρέψει με χίλιους τρόπους!»
Μπαίνει ο ράφτης στο σπίτι του κουβαλώντας το τεράστιο ψάρι του. Τρομάζει η γυναίκα του που τον βλέπει και του λέει: «Τι είναι αυτό που κουβαλάς στα χέρια σου; Σε τύφλωσε η απληστία! Το ψάρι αυτό είναι για να χορτάσουν δέκα άνθρωποι ενώ εμείς είμαστε μόνο δύο! Πήρες απ’ την αγορά πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόσουν. Από δω κι εμπρός δεν έχεις πια δικαίωμα να ζεις στην πόλη του Ασαλάτου αλαζάιν».
Ήρθε ο αετός, πήρε το ράφτη στα φτερά του και πέταξαν μακριά. Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Ύστερα τον εναπόθεσε μπροστά στο παλιό του μαγαζάκι κι ο φτωχός ράφτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αναπολώντας τις όμορφες μέρες που έζησε στην πόλη του Ασαλάτου Αλαζάιν. Γύρισε πίσω στα καφτάνια και στις κελεμπίες του, μόνο που ανάμεσα σε δύο βελονιές, ανέβαινε στο μιναρέ και κοίταζε προσεχτικά τον ουρανό με την ελπίδα μήπως ξαναγυρίσει ο αετός και ξαναπετάξουν μαζί για άλλη μια φορά στη χώρα του Ασαλάτου-αλαζάιν…
Αλλά ο αετός δε γύρισε ποτέ!

Πηγή

8 Σεπτεμβρίου 2017

Το νομισμα της ευγνωμοσύνης



Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας ράφτης φτωχός και λίγο περίεργος που προκαλούσε έκπληξη στους ανθρώπους με τη συμπεριφορά του. Αλλά αυτό που τους παραξένευε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που δούλευε. Ανάμεσα σε δύο βελονιές άφηνε το μαγαζάκι του, πήγαινε στο τζαμί και ανέβαινε στο μιναρέ να κοιτάξει προσεκτικά στον ουρανό σαν κάτι να ’ψαχνε. Ύστερα κατέβαινε, γύριζε πίσω στο μαγαζάκι του να περάσει άλλη μια βελονιά και ξαναπήγαινε στο μιναρέ. Αυτό γινόταν όλη μέρα.
Γιατί άραγε; Ποια είναι η ιστορία του;
Λένε λοιπόν πως πολύ παλιά ο φτωχός ραφτάκος ζούσε μόνος του χωρίς γυναίκα και χωρίς παιδιά. Περνούσε τις μέρες του καθιστός να ράβει κελεμπίες και καφτάνια. Όταν κουραζόταν έπεφτε να κοιμηθεί για να ξυπνήσει με την αυγή, να καλέσει τους ανθρώπους για προσευχή, και ζητούσε απ’ τον Αλλάχ να του δώσει μια σύζυγο κι ένα ευτυχισμένο σπίτι.
Μια μέρα λοιπόν κι ενώ ο ράφτης δεν είχε ακόμη τελειώσει το κάλεσμα στην προσευχή, ένας μεγάλος αετός χαμήλωσε δίπλα του. Τον σήκωσε με τα γαμψά του νύχια ψηλά και πέταξαν μαζί.
Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Κάποια στιγμή ο αετός χαμήλωσε κι ακούμπησε το φτωχό ραφτάκο στην άκρη μιας μακρινής πόλης.
Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. Κανένας φτωχός και κανένας ζητιάνος δεν γύριζαν στους δρόμους της. Τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν φωτεινά και τα ρούχα τους καθαρά με ζωηρά χρώματα. Ακόμα και στην καρδιά του «σουκ», της αγοράς, δεν άκουγες φασαρία ούτε έβλεπες τσακωμό. Οι άνθρωποι αγόραζαν και πουλούσαν ειρηνικά επαναλαμβάνοντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν μία ή περισσότερες φορές, έπαιρναν αυτό που ήθελαν κι έφευγαν ευτυχισμένοι και χαμογελαστοί.
Η έκπληξη του έγινε μεγαλύτερη στην παράξενη πόλη όταν στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι ενός ράφτη και είδε τον ιδιοκτήτη του ικανοποιημένο, ευτυχισμένο και καθόλου κουρασμένο να φτιάχνει τις κελεμπίες και τα καφτάνια του. Χαιρετάει και λέει στο αφεντικό του μαγαζιού: «Κι εγώ ράφτης είμαι όπως κι εσύ. Ήρθα στην πόλη σας από χώρα μακρινή. Μήπως έχεις δουλειά για μένα; Γιατί θέλω πολύ να ζήσω σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη».
Και το αφεντικό τού απαντάει: «Κάθισε και βοήθα με. Η πληρωμή σου θα είναι πενήντα ασαλάτου-αλαζάιν κάθε βδομάδα».
Έτσι έμαθε ο ράφτης μας από τον ιδιοκτήτη του ραφτάδικου πως οι άνθρωποι της πόλης Ασαλάτου Αλαζάιν δεν γνωρίζουν τα χρήματα. Πουλάνε, αγοράζουν και δουλεύουν μόνο με τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθισε λοιπόν και δούλεψε στο ραφτάδικο και έμεινε έκπληκτος όταν το αφεντικό του άρχισε να του διηγείται τις συνήθειες της περίεργης αυτής πόλης. Όλα τα πράγματα εδώ γίνονται με το ασαλάτου-αλαζάιν, μέχρι και οι γάμοι. Κάθε Πέμπτη βγαίνουν τα κορίτσια της πόλης βόλτα στην παραλία. Κουβαλάνε όλες τους μια στάμνα με νερό και αν κάποιος θέλει να πάρει μια απ’ αυτές για γυναίκα του, δεν έχει παρά να της ζητήσει να πιει νερό από τη στάμνα της, προφέροντας τη φράση ασαλάτου-αλαζάιν. Αν εκείνη συμφωνήσει, τότε γίνεται γυναίκα του.
Περίμενε ο ράφτης ως την Πέμπτη και κατά το απόγευμα πάει στην παραλία. Μια από τις όμορφες κοπέλες συμφωνεί να τον ξεδιψάσει απ’ τη στάμνα της, γίνεται γυναίκα του και αρχίζει τη ζωή της μαζί του στο όμορφο σπίτι που αγόρασαν οι δυο τους πληρώνοντας μερικά ασαλάτου-αλαζάιν. Κάθε μέρα που περνούσε, όταν τελείωνε την δουλειά του αγόραζε με τα ασαλάτου αλαζάιν ό,τι επιθυμούσε από την αγορά και βιαζόταν να γυρίσει στη γυναίκα του και στο ευτυχισμένο του σπίτι.
Μια μέρα όμως πηγαίνοντας ο ράφτης στην αγορά βλέπει ένα τεράστιο ψάρι. Δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του ψάρι όμοιο μ’ αυτό. Θέλοντας πολύ να το αποκτήσει λέει στον εαυτό του: «Μ’ αυτό το ψάρι θα φάμε μέχρι να σκάσουμε! Πόσο νόστιμο φαίνεται να είναι το κάτασπρο κρέας του! Η γυναίκα μου θα μου το μαγειρέψει με χίλιους τρόπους!»
Μπαίνει ο ράφτης στο σπίτι του κουβαλώντας το τεράστιο ψάρι του. Τρομάζει η γυναίκα του που τον βλέπει και του λέει: «Τι είναι αυτό που κουβαλάς στα χέρια σου; Σε τύφλωσε η απληστία! Το ψάρι αυτό είναι για να χορτάσουν δέκα άνθρωποι ενώ εμείς είμαστε μόνο δύο! Πήρες απ’ την αγορά πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόσουν. Από δω κι εμπρός δεν έχεις πια δικαίωμα να ζεις στην πόλη του Ασαλάτου αλαζάιν».
Ήρθε ο αετός, πήρε το ράφτη στα φτερά του και πέταξαν μακριά. Πέρασαν ερήμους, πέρασαν θάλασσες. Ύστερα τον εναπόθεσε μπροστά στο παλιό του μαγαζάκι κι ο φτωχός ράφτης πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αναπολώντας τις όμορφες μέρες που έζησε στην πόλη του Ασαλάτου Αλαζάιν. Γύρισε πίσω στα καφτάνια και στις κελεμπίες του, μόνο που ανάμεσα σε δύο βελονιές, ανέβαινε στο μιναρέ και κοίταζε προσεχτικά τον ουρανό με την ελπίδα μήπως ξαναγυρίσει ο αετός και ξαναπετάξουν μαζί για άλλη μια φορά στη χώρα του Ασαλάτου-αλαζάιν…
Αλλά ο αετός δε γύρισε ποτέ!


5 Ιανουαρίου 2017

Το θαύμα της επαφής

Κατά τον 13ο αιώνα όταν ο Φρειδερίκος ο 2ος , ο Γερμανός βασιλιάς και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διεξήγαγε ένα σκληρό πείραμα έχοντας πρόθεση να ανακαλύψει τι είδους γλώσσας θα ανέπτυσσαν παιδιά αν δεν είχαν διδαχθεί ποτέ να μιλούν. Νόμιζε ότι θα ήταν τα Γερμανικά.
Πήρε λοιπόν κάποια μωρά από τους γονείς τους μόλις γεννήθηκαν και τα έδωσε να τα φροντ...ίζουν κάποιες νοσοκόμες, στις οποίες όμως είχε απαγορευτεί να μιλούν. Επίσης είχε επιβληθεί ένας ακόμη κανόνας, απαγορεύονταν να τα αγγίξουν. Τα πάντα γίνονταν με την χρήση εργαλείων ώστε να διασφαλιστεί η παντελής έλλειψη φυσικής επαφής. Η διαβολική αυτή έρευνα ποτέ δεν απέφερε τις πληροφορίες που ο Φρειδερίκος έψαχνε, όμως αποκάλυψε κάτι πολύ πιο σημαντικό σχετικά με την ανθρώπινη φύση. Τα μωρά δεν μεγάλωσαν μαθαίνοντας να μιλούν κάποια γλώσσα, επειδή όλα πέθαναν! Το έτος 1248, ο Ιταλός ιστορικός Σαλιμβένος, καταγράφοντας το παραπάνω γεγονός κατέληξε με το συμπέρασμα, “Δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς χάδια”.
Τα νεογνά πέθαναν εξ’ αιτίας της επιθυμίας τους για στοργικό άγγιγμα, πράγμα που δηλώνει ότι δεν μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς την αίσθηση αγάπης που θα διαβιβάζονταν στο σώμα και το μυαλό μέσω του αγγίγματος. Η σύγχρονη ιατρική, ονομάζει αυτό το φαινόμενο “αποτυχία ανάπτυξης”. Για κάποιο λόγο, αναπτυσσόμαστε κάτω απ’ την επήρεια της αγάπης και αντίστοιχα πεθαίνουμε βαθμιαία χωρίς αυτήν. Το πείραμα του Φρειδερίκου αποκάλυψε πριν από πολύ καιρό κάτι που οι επιστήμονες στην εποχή μας ξανά “ανακάλυψαν” και τους προκάλεσε μεγάλη έκπληξη: πως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι κυριολεκτικά σχεδιασμένη για την αγάπη.
Επίσης, αυτή η έρευνα συνεχίστηκε (με πιο δημιουργικό τρόπο) σε ένα ελληνικό νοσοκομείο αυτήν την δεκαετία απο μια ομάδα φοιτητών της ιατρικής. Σε μια αίθουσα με νεογνά, 6μηνήτικα, 7μηνήτικα, κλπ που είχαν γεννηθεί πρόωρα, έβαζαν τις μαμάδες τους να τα ακουμπάνε για 1 ώρα κάθε μέρα (συνεχόμενα). Παρατήρησαν οτι μετά απο 1,2,3 μήνες αντίστοιχα, τα παιδιά που ήταν απο πάνω τους η μαμά τους είχαν αναπτυχθεί και εξελιχθεί πολύ πιο γρήγορα απο μια ομάδα άλλων παιδιών που ήταν απλά στην εντατική. Η έρευνα παρουσιάστηκε σε ένα παγκόσμιο συνέδριο, και βγήκε απόφαση απο παγκόσμιους ιατρικούς συλλόγους και συνιστάται πλέον στα μαϊευτύρια να κάθονται οι πρώρες λεχόνες με τα νεογνά για κάποιες ώρες της ημέρας και να τα ακουμπάνε.


2 Ιανουαρίου 2017

The greatest pleasure in life

Διάβασα κάπου πως τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνεις όταν κάνεις πράγματα που οι άλλοι λένε πως δε γίνονται.
Εγώ πάντως τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση στη ζωή την πήρα κάνοντας πράγματα που έλεγα στον εαυτό μου πως δεν γίνονται!

17 Ιουλίου 2016

THE HAPPY GARDENER

Charlie was an unhappy gardener. His whole life had been dedicated to growing the perfect garden, but each year he found he got the same, dismal results: the flowers died, the grass lost its color, the weeds took over and the local wildlife stayed away. Depressed by another poor year of lack of results, Charlie decided to take a walk by his favorite river. Normally, this was a quiet place he could go and dwell on his failures, but on this occasion his thoughts were disturbed by a wise man sitting by the river edge. Unaccustomed to seeing anyone on this quiet path, Charlie decided to say hello. The wise man slowly turned his head and what he said surprised Charlie: ‘It seems that you are unhappy my friend. Your eyes look sad, your posture is stooping, I see sadness in your face and your energy feels low.’ At first Charlie was surprised; a simple ‘Hello’ was all he was expecting. He was also stunned by the accuracy of the wise man’s observations and found himself agreeing with everything he had heard.
‘How could you know that?’ he replied, ‘You don’t even know me.’ ‘You don’t have to know someone to pick up on their emotions,’ the wise man replied. ‘Would you like to sit and talk? I would love to listen to what is on your mind.’
Charlie did not normally find it easy to talk to others, particularly complete strangers. But this time something was different. The sense of calmness, trust and positive energy he felt being around this man moved him towards his quick response ‘Sure, why not.’ ‘What’s on your mind?’ asked the wise man. Charlie hesitated and thought carefully about his response. He decided to be honest: ‘I am pretty unhappy actually. All my life I’ve wanted to be a successful gardener and all my life I have failed.’
‘Would you like to change that?’ inquired the wise man.
‘Absolutely. I can’t think of anything that would make me happier,’ responded Charlie.
Sensing the commitment in Charlie’s voice and body, the wise man then told Charlie that he could help him. ‘All the solutions to your problem are already inside you. If you are willing to change, then I will help you think, feel and behave like a successful gardener.’
‘Fabulous. How long will it take? Can I get what I need today?’
‘Patience, belief and commitment are what you need to succeed my friend, and the rest will follow with time. Today I can help you to raise awareness of the things you must change, but true, lasting change will take longer. If you only show commitment today, then you will resort to your old habits and nothing will change. If you will work with me for the next few months, then I promise you will have the garden of your dreams by next summer. I can also promise you the changes you make during those months will last for the rest of your life. How does that sound?’
‘That sounds great. What are a few months if you get to change for the rest of your life?’
The wise man added, ‘Before we start I must tell you one more thing. What you will learn during this journey is very powerful. You’ll learn how to use your own strengths to make the most of the tools at your disposal in your garden. You’ll learn to work with the garden and the changing seasons to make it beautiful. You’ll learn how you have to be to adapt when something doesn’t grow or look how you want it to look. You’ll learn how to bounce back from your disappointments and find different ways to get what you want.’
‘You can help me do all that?’
‘Yes, I can. Now, tell me what you believe about your skills as a gardener.
What thoughts enter your mind when you think of you gardening? ‘If I’m absolutely honest, I’ve kind of given up hope. I don’t believe I’ve got what it takes and seriously doubt if I can ever create the garden I have dreamed of for so long.’
‘And how do these thoughts affect the way you garden?’
Charlie paused. He had never considered there may be a connection between his thoughts and his actions before. After some thought he replied, ‘Now I think about it, I guess I haven’t been making much of an effort lately. I have been spending less and less time in the garden and haven’t bothered replacing my broken garden tools. I guess I didn’t see the point.’
Throughout the next few months, the wise man met with Charlie once each month at the same spot by the river. At each meeting, the wise man listened and asked Charlie some thought-provoking, sometimes challenging questions. After each meeting, Charlie went away with various things to do, sometimes just to challenge the way he thought, but more often than not to actually do things differently.
Charlie began to notice that he was more willing to try different things onhis own, feeling more confident that he had good ideas, knew more than he realized about gardening, and that it felt really good. He started to believe he was a good gardener after all.
After several months Charlie had done what he never thought he could. The weeds had all gone, replaced by a beautiful array of flowers and plants. The grass was greener than ever before and the local wildlife filled the garden with energy and life. Enjoying spending his time in these beautiful surroundings he had created, Charlie started thinking about how the wise man had helped him since they first met.
The interesting thing was that the more he reflected on it, the more he realized that the man had given him little or no advice along the way. In fact, the only advice he could remember was that sitting down and reflecting on what he had done each day was a great habit to develop.
And Charlie vowed to himself there and then that he would always do this, not only when things were fine and vibrant in his garden, but also when it needed more attention because the weeds had begun to surface again.

Source : designofliving

12 Ιουνίου 2016

Ωραίοι άνθρωποι!


«Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι” αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί.
Δεν χαλούν τον κόσμο για το σφυρί ή για τη γομολάστιχα που χάθηκαν.
Δεν αγανακτούν για τους θορύβους ή το κρύο.
Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους.
Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι. Είναι ντόμπροι και φοβούνται το ψέμα σαν την φωτιά.
Δεν λένε ψέματα ακόμα και για τιποτένια πράγματα. Το ψέμα προσβάλλει εκείνους που το ακούνε και ταπεινώνει στα μάτια τους εκείνους που το λένε.
Δεν παίρνουν ποτέ πόζα, στον δρόμο είναι όπως και στο σπίτι τους, δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερού τους.
Δεν είναι φλύαροι και δεν αναγκάζουν τον άλλο να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους όταν δεν τους ρωτάει.
Δεν ταπεινώνονται για να κεντήσουν τη συμπόνια του διπλανού.
Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων για να κερδίζουν σαν αντάλλαγμα αναστεναγμούς και χάδια.
Δεν λένε »εμένα κανείς δεν με καταλαβαίνει» ούτε “πουλήθηκα για πέντε δεκάρες”, γιατί αυτά δείχνουν πως αποζητάν τις φτηνές εντυπώσεις. Είναι πρόστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ψεύτικα.
Δεν είναι ματαιόδοξοι. Δεν τους απασχολούν τέτοια ψεύτικα διαμάντια όπως οι γνωριμίες με εξοχότητες.
Οταν κάνουν δουλειά που δεν αξίζει ένα καπίκι, δεν γυρίζουν με χαρτοφύλακα των εκατό ρουβλιών και δεν καμαρώνουν πως τάχα τους άφησαν να μπουν εκεί που δεν επιτρέπουν στους άλλους. Κι ο Κριλώφ ακόμα λέει πως το άδειο βαρέλι ακούγεται πιο πολύ από το γεμάτο.
Αν έχουν ταλέντο το σέβονται. Θυσιάζουν γι” αυτό την ησυχία τους, τις γυναίκες, το κρασί, την κοσμική ματαιότητα. Είναι περήφανοι για την αξία τους και έχουν συνείδηση της αποστολής τους.
Αηδιάζουν από την ασχήμια και καλλιεργούν μέσα τους την ομορφιά. Δεν μπορούν να κοιμηθούν με τα ρούχα, δεν μπορούν να βλέπουν στον τοίχο κοριούς, να πατούν σε φτυσιές.
Δαμάζουν όσα μπορούν και εξευγενίζουν το ερωτικό ένστικτο. Δεν κατεβάζουν βότκα όπου βρεθούν.
Πίνουν μονάχα όταν είναι ελεύθεροι και τους δίνεται ευκαιρία. Γιατί τους χρειάζεται «γερό μυαλό σε γερό κορμί»».
Απόσπασμα από γράμμα του Αντόν Τσέχωφ προς τον αδερφό του Νικολάι

To λιοντάρι που νόμιζε πως ήταν πρόβατο

Μέσα στο πυκνό δάσος ζούσε μια λιονταρίνα με τον σκύμνο της (το λιονταράκι της). Πείνασαν όμως και η λιονταρίνα με το μικρό της βγήκαν σε αν...